ποταπότητα — η προστυχιά, κακοήθεια, ευτέλεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυσγένεια — δυσγένεια, η (Α) 1. άσημη καταγωγή, από ταπεινό γένος («τὴν δυσγένειαν τὴν ἐμὴν αἰσχύνεται», Σοφ.) 2. έλλειψη γενναιοφροσύνης, ποταπότητα, χαμέρπεια … Dictionary of Greek
ελεεινότητα — η (ΑΜ ἐλεεινότης) νεοελλ. 1. ποταπότητα, αχρειότητα 2. πληθ. ελεεινές πράξεις μσν. αθλιότητα, αμαρτωλότητα (ως έκφραση ταπεινοφροσύνης) αρχ. έλεος … Dictionary of Greek
ευθηνία — και ευτηνιά, η (ΑΜ εὐθηνία) 1. η φτήνια, η πώληση σε χαμηλή τιμή 2. η ευτέλεια, η ποταπότητα αρχ. μσν. 1. αφθονία, επάρκεια αγαθών («ἰδοὺ ἔτη ἑπτὰ ἔρχεται εὐθηνία πολλή», ΠΔ) 2. ευημερία, ευμάρεια αρχ. 1. περίσσεια, επάρκεια («εὐθηνία φρονήσεως») … Dictionary of Greek
ευτέλεια — η (ΑΜ εὐτέλεια, Α και ιων. τ. εὐτελίη) [ευτελής] 1. το να είναι κάτι φθηνό, η φθήνια, η χαμηλή τιμή 2. χυδαιότητα, προστυχιά, ποταπότητα, μικροπρέπεια, μικρότητα («ευτέλεια συμπεριφοράς, χαρακτήρα» κ.λπ.) μσν. 1. περιφρόνηση, καταφρόνηση 2. (με… … Dictionary of Greek
μικροψυχία — και μικροψυχιά, η (ΑΜ μικροψυχία) [μικρόψυχος] μικρότητα ψυχής, ποταπότητα φρονήματος, μηδαμινότητα, ευτέλεια νεοελλ. μσν. έλλειψη ψυχικής δύναμης ή γενναιότητας, ολιγοψυχία, λιποψυχία, δειλία μσν. απογοήτευση, αποκαρδίωση αρχ. φιλονικία για… … Dictionary of Greek
ουτιδανότητα — η ποταπότητα, μηδαμινότητα, φαυλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουτιδανός. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
πονηρία — η, ΝΜΑ, και πονήρια και πονηριά Ν [πονηρός] 1. (με ηθική σημ.) κακία, πανουργία, δολιότητα 2. στον πληθ. πονηρές ενέργειες, κατεργαριά, πονηράδα νεοελλ. δυσπιστία, υπόνοια, καχυποψία αρχ. 1. κακή κατάσταση, καχεξία 2. ποταπότητα 3. δειλία,… … Dictionary of Greek
ταπεινοφρόνημα — τὸ, Μ [ταπεινοφρονῶ] 1. ενέργεια με την οποία επιχειρείται ή διενεργείται η ταπείνωση κάποιου 2. ταπεινότητα ψυχής, ποταπότητα … Dictionary of Greek
ταπεινός — ή, ό / ταπεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (με θετ. σημ.) μετριόφρονας, σεμνός (α. «παρά το ότι έχει πετύχει πολλές διακρίσεις στον χώρο τής επιστήμης του, είναι πολύ ταπεινός» β. «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν», ΠΔ) 2. (με αρνητική σημ.) α)… … Dictionary of Greek